κτενίζει

κτενίζει
κτενίζω
comb
pres ind mp 2nd sg
κτενίζω
comb
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαργαριταρένιος — α, ο (Μ μαργαριταρένιος, α, ο και μαργαριταρένος, α, ον) [μαργαριτάρι] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από μαργαριτάρια ή στολισμένος με μαργαριτάρια («μαργαριταρένιο κολιέ») 2. μτφ. αυτός που έχει το χρώμα και τη λάμψη τού μαργαριταριού, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”